- ἐπευκτή
- ἐπευκτόςlonged forfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επευκτός — ἐπευκτός, ή, όν (AM) αυτός τον οποίο αξίζει να εύχεται κανείς («ἡ ἡμέρα, ἐν ἧ ἔτεκέν με ἡ μήτηρ μου, μὴ ἔστω ἐπευκτή» θα ευχόμουν να μην ερχόταν αυτή η ημέρα που με γέννησε η μάνα μου, ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευκτός (ρηματ. επίθ. σε τός) <… … Dictionary of Greek